- Γιουσούφ
- I
Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου.1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747-756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ Ραχμάν, ιδρυτή του ισπανικού κλάδου της δυναστείας των Ομεϊαδών. Ο τελευταίος είχε αποβιβαστεί στην Ισπανία και μετά από μάχες υποχρέωσε τον Γ. σε υποταγή. Τον ίδιο χρόνο, ωστόσο, ο Γ. εξεγέρθηκε εναντίον του αλλά προδόθηκε από τους οπαδούς του και δολοφονήθηκε.2. Αλ Χαμαντχάνι (1050 – ;). Σεΐχης του Τουρκεστάν. Σπούδασε στη Βαγδάτη, στο Μερβ και στο Χεράτ. Μυστικιστής νομομαθής, δίδαξε για ένα χρονικό διάστημα στην Μπουχάρα.3. Ελ Χατζάζ (; – 1355). Άραβας ηγεμόνας της Γρενάδα (1333-55). Προερχόταν από τη δυναστεία των Μπενί-Αχμέρ και στη διάρκεια της ηγεμονίας του πραγματοποίησε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και προώθησε την ανέγερση αξιόλογων αρχιτεκτονικών μνημείων, μεταξύ αυτών και του ανακτόρου της Αλάμπρα. Ο Γ. δολοφονήθηκε στο μεγάλο τζαμί της Γρενάδα.4. Αμπού Αμπντουλάχ (14ος αι.). Άραβας ηγεμόνας της Γρενάδα (1392-94). Προερχόταν από τη δυναστεία των Μπενί-Αχμέρ. Πέθανε κατά τη διάρκεια εξέγερσης την οποία είχε υποκινήσει ένας από τους γιους του, με πρόφαση την ανοχή που έδειχνε ο πατέρας του απέναντι στους χριστιανούς.5. Άραβας ηγεμόνας της Γρενάδα (1408-23). Ήταν γιος του προηγούμενου.6. Ααντιλσάχ (16ος αι.). Ηγεμόνας στο Μπιτζαπούρ του Ινδουστάν (1520-32). Υπήρξε ιδρυτής της δυναστείας των Ααντιλσαχάν, η οποία κυβέρνησε το Μπιτζαπούρ από τις αρχές του 16ου αι. Ήταν τούρκικης καταγωγής και αρχικά βρισκόταν στην υπηρεσία του ηγεμόνα Μεχμέτ Σαχ Μπουχμενί. Όταν διορίστηκε διοικητής στο Μπιτζαπούρ, αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος ηγεμόνας.IIΌνομα μουσουλμάνων ηγεμόνων του Μαρόκου.1. Μπελγκίν ή Μπολογκίν (; – 984 μ.Χ.) Ιδρυτής της βερβερίνικης δυναστείας των Ζεϊριδών, η οποία κυβέρνησε τη βορειοδυτική Αφρική από τα τέλη του 10ου έως το πρώτο μισό του 12ου αι. Ήταν γιος του κυβερνήτη του κεντρικού Μαγκρέμπ, Μπελγκίμπεν Ζεϊρί, τον οποίο διαδέχτηκε το 972. Κατά την αναχώρηση του Φατιμίδη ηγεμόνα Αλ Μουίζ στην Αίγυπτο, του παραδόθηκαν εκτεταμένες εξουσίες και προοδευτικά αποσπάστηκε από την επικυριαρχία των Φατιμιδών. Πολέμησε εναντίον των Βέρβερων Ζενάτα και κυρίευσε ολόκληρη τη βορειοδυτική Αφρική εκτός από τη Θέουτα, στο βόρειο άκρο του Μαρόκου. Το κράτος του περιλάμβανε το Αλγέρι, την Τύνιδα και το Μαρόκο.2. Γ. Α’, Ιμπν Τασχφίν (1006; – 1106). Ο σημαντικότερος ηγεμόνας της βερβερίνικης δυναστείας των Αλμοραβιδών, διάδοχος του πνευματικού αρχηγού της ομώνυμης θρησκευτικής αδελφότητας Αμπντουλάχ ιμπν Γιασίν από το 1061. Το 1062 ίδρυσε την πόλη Μαρακές και συνέχισε τον πόλεμο του προκατόχου του εναντίον των Ζεϊριδών του Μαρόκου για μία δεκαετία, γεγονός που οδήγησε στην κατάληψη της πρωτεύουσάς τους Φες, το 1070. Στη συνέχεια, στράφηκε προς τα ανατολικά και επεξέτεινε την κυριαρχία του μέχρι το Αλγέρι. Το 1086 οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες της Ισπανίας, που απειλούνταν από τον χριστιανικό στρατό του Αλφόνσου ΣΤ’ της Καστίλης, ζήτησαν τη βοήθεια του Γ. ο οποίος μετέβη στην Ιβηρική χερσόνησο, επικεφαλής βερβερίνικων στρατευμάτων. Τον ίδιο χρόνο, οι συνασπισμένες υπό την ηγεσία του μουσουλμανικές δυνάμεις συνέτριψαν τον στρατό του Αλφόνσου ΣΤ’ στη μάχη της Ζαλάκα (Θαλάκα), κοντά στο Μπανταγιόζ. Το 1090, ο Γ. ξαναγύρισε στην Ισπανία όπου ο ηγεμόνας της Σεβίλης Αλ Μουταμίντ προσπαθούσε να υποτάξει τα υπόλοιπα μουσουλμανικά κρατίδια. Η αναρχία που επικρατούσε επέτρεψε στον Γ. να επιβληθεί στους διασπασμένους μουσουλμάνους ηγεμόνες και μέσα σε μία δεκαετία να προσαρτήσει τη μουσουλμανική Ισπανία στο κράτος του, που εκείνη την περίοδο εκτεινόταν από τη Σενεγάλη και τον Νίγηρα μέχρι την Αλγερία, με πρωτεύουσα το Μαρακές. Ο Γ. διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και απέφυγε να έρθει σε σύγκρουση με τους χαλίφηδες της Βαγδάτης, των οποίων παρέμεινε τυπικά υποτελής. Πριν από τον θάνατό του έμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ισπανία, εντυπωσιασμένος από την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας.3. Γ. Β’, Αμπού Γιακούμπ (12ος αι.). Ηγεμόνας της βερβερίνικης δυναστείας των Αλ Μοχάδων, γιος και διάδοχος του Αμπντ αλ Μουμίν. Στις αρχές της βασιλείας του (1163-84) υποχρεώθηκε να επιβληθεί στους δύο αδελφούς του που διεκδικούσαν τον θρόνο και να καταπνίξει άλλες, μικρότερης σημασίας εξεγέρσεις. Στην Ισπανία ακολούθησε επεκτατική πολιτική και συγκρούστηκε επανειλημμένα με τον Αλφόνσο Η’, από τον οποίο απέσπασε αρκετά εδάφη. Κατά την πολιορκία του Σανταρέμ (1184) τραυματίστηκε και πέθανε ενώ μεταφερόταν στην Αλχεθίρας. Ο Γ. Β’ ευνόησε την ανάπτυξη των τεχνών και με πρωτοβουλία του οικοδομήθηκαν στη Σεβίλη πολλά αξιόλογα αρχιτεκτονικά μνημεία.4. Γ. Γ’, αλ Μουστανσίρ Μπιλάχ (13ος αι.). Ηγεμόνας της βερβερίνικης δυναστείας των Αλ Μοχάδων (1224-27). Υπήρξε πολιτικά ανίσχυρος και κυβέρνησε κάτω από την επιτήρηση ισχυρών σεΐχηδων. Κατά το τέλος της βασιλείας του εκδηλώθηκε η ανταρσία των Μαρινίδων, η οποία ενέτεινε την αναρχία που επικρατούσε στη χώρα.5. Γ. Δ’, Αμπού Γιακούμπ αλ Νασίρ ιλ Ντιν Αλλάχ (; – 1307). Μαρινίδης ηγεμόνας του Μαρόκου (1286-1307). Αφού κατόρθωσε να αντεπεξέλθει σε μία σειρά εξεγέρσεων που εκδηλώθηκαν στην επικράτειά του, στράφηκε εναντίον του Τλεμσέν, το οποίο πολιόρκησε το 1299. Η πολιορκία συνεχίστηκε χωρίς αποτέλεσμα μέχρι το 1307, όταν δολοφονήθηκε ο Γ. Δ’ και η κατάληψή του δεν έγινε δυνατή παρά μόνο 30 χρόνια αργότερα. Για την πολιορκία του Τλεμσέν, ο Γ. Δ’ είχε εγκαταστήσει στην περιφέρειά του μόνιμο στρατόπεδο, το οποίο αργότερα αποτέλεσε την πόλη Μανσούρα.6. Αλεβίτης σουλτάνος του Μαρόκου (1912-27), ο οποίος ανέπτυξε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τη Γαλλία.IIIΌνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.1. Πασάς και ναύαρχος (17ος αι.). Ήταν ο ναύαρχος του στόλου που εκστράτευσε εναντίον των Βενετών της Κρήτης. Καταγόταν από χριστιανική οικογένεια της Βοσνίας, αλλά είχε εξισλαμιστεί σε νεαρή ηλικία, όταν τον πήραν από τους γονείς του κατά το παιδομάζωμα που διενεργούσαν οι οθωμανικές αρχές. Μπήκε στην υπηρεσία του σουλτανικού παλατιού και κατόρθωσε να εξασφαλίσει την εύνοια των σουλτάνων Μουράτ Δ’ (1622-40) και Ιμπραήμ Α’ (1640-48), οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από τις ικανότητές του. Ο δεύτερος, το 1645, του παραχώρησε 80 πολεμικά πλοία και δύναμη 50.000 αντρών με αποστολή να κατακτήσει την Κρήτη.Ο Γ., αφού λεηλάτησε τα δυτικά παράλια της Κρήτης, κυρίευσε οχυρό μικρό νησί που βρισκόταν στον κόλπο της Σούδας και από τις 18 Ιουλίου 1645 πολιόρκησε τα Χανιά. Η πόλη παραδόθηκε στις 12 Αυγούστου, ύστερα από διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Βενετοί θα μπορούσαν να φύγουν με τον οπλισμό τους και τις περιουσίες τους. Η μετριοπάθειά του αποδόθηκε σε δωροδοκία του από τους Βενετούς και ύστερα από καταγγελία συνελήφθη και θανατώθηκε με απαγχονισμό.2. Πασάς (18ος αι.). Γεωργιανής καταγωγής, κατέλαβε το αξίωμα του βεζίρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1711. Είχε απαχθεί από τους Τούρκους με το παιδομάζωμα και υπηρέτησε στα τάγματα γενιτσάρων των οποίων έγινε γενικός διοικητής (γενιτσάρ-αγάς) το 1710. Περιέπεσε σε δυσμένεια από το 1712 και εξορίστηκε στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε έως τον θάνατό του.3. Πασάς (; – Χίος 1822). Γεωργιανής καταγωγής, διετέλεσε βεζίρης της αυτοκρατορίας κατά τη βασιλεία των σουλτάνων Αμπντούλ Χαμίτ A’ (1774-88) και Σελίμ Γ’ (1789-1808). Αρχικά ήταν δούλος Οθωμανού αξιωματικού, αλλά προοδευτικά κατόρθωσε να γίνει αξιωματικός του στόλου. Κατέλαβε το αξίωμα του βεζίρη το 1786 αλλά οι αποτυχίες του στον πόλεμο με τη Ρωσία και την Αυστρία, που ξέσπασε έναν χρόνο αργότερα, είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του και την τοποθέτησή του σε θέσεις μικρότερης σημασίας, σε διάφορες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Υπήρξε για ένα διάστημα αρχηγός του στόλου (καπετάν-πασάς) και στις αρχές της δεκαετίας του 1790 έγινε πάλι βεζίρης, αξίωμα στο οποίο παρέμεινε για 3 χρόνια. Πέθανε ενώ υπηρετούσε φρούραρχος της Μεδίνας, στην Αραβία.4. Ζιά πασάς ή Ζιαεντίν (18ος-19ος αι.). Βεζίρης των σουλτάνων Σελίμ Γ’ (1789-1808) και Μαχμούτ Β’ (1808-39). Γεωργιανής καταγωγής, εξελίχθηκε από δούλος ενός πασά σε ανώτερο αξιωματούχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όταν ήταν βεζίρης του Σελίμ Γ’ πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (1798-99). Παραιτήθηκε από το αξίωμά του, ύστερα από υπηρεσία 7 ετών, αλλά ανακλήθηκε από τον Μαχμούτ B’ το 1809 και πήρε μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε τον ίδιο χρόνο. Το 1811, όμως, περιέπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε. Ανακλήθηκε και πάλι και διετέλεσε διαδοχικά φρούραρχος της Χαλκίδας και της Χίου, όπου και πέθανε.5. Βερκόφτσαλης (18ος-19ος αι.). Στρατιωτικός ηγέτης, ο οποίος πολέμησε εναντίον των Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821. Αναφέρεται επίσης και ως Μπερκόφτσαλης ή Περκόφτσαλης. Ήταν πασάς και φρούραρχος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες όταν εκδηλώθηκε το επαναστατικό κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Αργότερα πολέμησε υπό τις διαταγές του αρχιστράτηγου Μεχμέτ Σελίμ, ως διοικητής δύναμης γενιτσάρων, 1.500 πεζών και 3.000 ιππέων. Με την ιδιότητά του αυτή κυρίευσε το Γαλάτσι (Ρουμανίας), ύστερα από σκληρή μάχη, στις αρχές Μαΐου του 1820, ενώ στη συνέχεια λεηλάτησε τη Βλαχία. Λίγο αργότερα, στρατιωτικά τμήματα που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του νίκησαν τους επαναστάτες και στο Σκουλένι. Μετά την οριστική ήττα των επαναστατών, ο Γ. παρέμεινε στη Βλαχία με αποστολή να επαναφέρει τη χώρα στην τάξη, σκοπό για τον οποίο χρησιμοποίησε τρομοκρατικές μεθόδους. Στις αρχές του 1823 διατάχθηκε να κινηθεί εναντίον της ανατολικής Ελλάδας. Μετά τη στρατολογία δύναμης 6.000 αντρών από τη Μακεδονία και τη Θράκη, έφτασε τον Μάιο του ίδιου έτους στη Λαμία, την οποία έκανε βάση επιχειρήσεων και προχώρησε έπειτα στην Παρνασσίδα. Ενώ όμως ετοιμαζόταν να περάσει στην Πελοπόννησο, προσκλήθηκε από τον πασά της Καρύστου να αντιμετωπίσει το επαναστατικό κίνημα της Ευβοίας, το οποίο κατέστειλε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ύστερα από σκληρούς αγώνες τριών μηνών. Κατά τα τέλη Αυγούστου πέρασε πάλι στη Στερεά Ελλάδα και μαζί με τις δυνάμεις του Ομέρ πασά, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, και πολιόρκησε την Ακρόπολη την οποία υπεράσπιζε ο Ιωάννης Γκούρας. Όταν όμως οι άντρες του στρατεύματός του –και ο ίδιος προσωπικά– προσβλήθηκαν από λοιμώδη αρρώστια, αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να υποχωρήσει στη Λαμία. Εκεί, αντικαταστάθηκε από τον Αμπ-Λουμπούτ πασά και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι αντίπαλοί του είχαν επιτύχει την καταδίκη του. Κατόρθωσε, ωστόσο, να σωθεί από επέμβαση του βεζίρη Δερβή πασά, υπό τις διαταγές του οποίου ξαναπήρε και πάλι μέρος στην εκστρατεία κατά της Στερεάς Ελλάδας (1824). Στις 13 Ιουλίου ήταν επικεφαλής των τμημάτων που πήραν μέρος στη μάχη της Άμπλιανης και μετά την ήττα του αποσύρθηκε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Βλαχία. Ανέλαβε όμως εκ νέου στρατιωτική διοίκηση κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829, στον οποίο και διακρίθηκε.6. Σέρεζλης (18ος-19ος αι.). Πασάς, γιος του πασά των Σερρών Ισμαήλ, ο οποίος υπεράσπισε το φρούριο της Πάτρας κατά την Επανάσταση του 1821. Το 1820, στάλθηκε μαζί με άλλους στρατηγούς εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων αλλά, μετά την ανάληψη της γενικής αρχηγίας των στρατευμάτων από τον Χουρσίτ πασά, απομακρύνθηκε από τις επιχειρήσεις και διατάχθηκε να αναλάβει τη διοίκηση της Χαλκίδας. Κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ο Γ. βρισκόταν στη δυτική Ελλάδα και αντί να συνεχίσει την πορεία του προς τη Χαλκίδα, κατέφυγε στο φρούριο του Ρίου. Από εκεί, ακολουθώντας τις οδηγίες του Άγγλου πρόξενου της Πάτρας Φ. Γκριν, επιτέθηκε, επικεφαλής 600 αντρών, εναντίον των Ελλήνων που πολιορκούσαν το φρούριο της πόλης και τους διασκόρπισε. Τα στρατεύματά του επιδόθηκαν κατόπιν σε λεηλασίες και καταστροφές. Από τότε ο Γ. ανέλαβε τη διεύθυνση της άμυνας του φρουρίου της Πάτρας και πραγματοποίησε πολλές επιδρομές στα περίχωρα της πόλης. Η τακτική του αυτή εμπόδισε τους Έλληνες να εγκαταστήσουν μόνιμες θέσεις γύρω από την Πάτρα, γεγονός που διευκόλυνε τους Λαλαίους, μετά την ήττα τους στο Πούσι, να βρουν καταφύγιο στο φρούριο. Τον Φεβρουάριο του 1822, μετά την άφιξη στην Πάτρα των τούρκικων ενισχύσεων υπό την ηγεσία του Μεχμέτ πασά, οι δύο άντρες διαφώνησαν και ο Γ. αποσύρθηκε στο Ρίο. Λίγες μέρες αργότερα, όμως, ο Γ. έδωσε αποφασιστική βοήθεια στον Μεχμέτ για να απωθήσει τις ελληνικές δυνάμεις που είχαν και πάλι εγκατασταθεί γύρω από την πόλη. Ο Γ., γνωστός και από την αντιζηλία του με τον Μαχμούτ Δράμαλη, θεωρείται ένας από τους γενναιότερους Τούρκους στρατιωτικούς που πολέμησαν στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση και τα ανδραγαθήματά του απομνημονεύτηκαν ακόμα και από την ελληνική λαϊκή παράδοση. Σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης είχε τον τίτλο του πασά της Χαλκίδας αλλά την πραγματική εξουσία ασκούσε ο τοποτηρητής του, Αχμέτ μπέης. Αργότερα, αποσύρθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου έζησε έως τον θάνατό του.7. Τσιάπαρης (18ος-19ος αι.). Πρόκριτος του Ναυπλίου κατά τις αρχές του 19ου αι. Το 1807, όταν ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά των Ιωαννίνων, οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί κάτοικοί της, αγανακτισμένοι από τις ωμότητές του, έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη τον Γ., ο οποίος κατόρθωσε να πείσει την Υψηλή Πύλη να αντικαταστήσει τον νέο διοικητή. Ο Γ. επιχείρησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1822, για να ζητήσει ενισχύσεις εναντίον των Ελλήνων που πολιορκούσαν το φρούριο του Ναυπλίου. Στη διάρκεια του ταξιδιού του όμως, το πλοίο του αιχμαλωτίστηκε από τον ελληνικό στόλο και ο ίδιος στάλθηκε στην Κόρινθο. Εκεί, η ελληνική κυβέρνηση τον έπεισε να διαπραγματευτεί με τους συμπατριώτες του την παράδοση του φρουρίου του Ναυπλίου, σκοπός ο οποίος επιτεύχθηκε ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις.
Dictionary of Greek. 2013.